μολυβδοβόλον

Greek Monolingual

μολυβδοβόλον, τὸ (Μ)
πυροβόλο όπλο, τουφέκι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μόλυβδος + -βόλον (< βάλλω), πρβλ. λαγωβόλον].