μολυβδόγεον

Greek (Liddell-Scott)

μολυβδόγεον: τό, = ψιμίθιον, Γλωσσ. Χυμικ. Χειρόγραφ.

Greek Monolingual

μολυβδόγεον, τὸ (Α)
1. είδος ορυκτού, μολυβόχωμα
2. (κατ' άλλους) ψιμύθιο, σκωρία του μολύβδου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μόλυβδος + -γεον (< γῆ), πρβλ. ανώγεον].