μοναύλιον

English (LSJ)

τό, solo instrument, Posidon.2 J.

German (Pape)

[Seite 201] τό, dim. zu μόναυλος, Posid. b. Ath. IV, 176 b.

Greek (Liddell-Scott)

μοναύλιον: τό, ὄργανον ἐφ’ οὗ παίζεται μονῳδία, Ποσειδών. παρ’ Ἀθην. 176C.

Greek Monolingual

μοναύλιον, τὸ (Α) μόναυλος
είδος μουσικού οργάνου με το οποίο παίζεται η μονωδία.