μονολεκτικός

Greek Monolingual

και μονολεχτικός, -ή, -ό
αυτός που αποτελείται από μια λέξη ή εκφράζεται με μία λέξη, σε αντιδιαστολή προς τον περιφραστικό («μονολεκτική απάντηση»).
επίρρ...
μονολεκτικώς και μονολεχτικώς και -ά
με μία λέξη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)- + λεκτικός (< λεκτός < λέγω). Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στο Λεξικόν Ελληνογαλλικόν του Άγγ. Βλάχου].