μονοπάλης

English (LSJ)

Ion. μουνοπάλης [ᾰ], ου, ὁ, one who conquers in wrestling only (or in single bouts), Epigr. ap. Paus.6.4.6.

German (Pape)

[Seite 204] ὁ, poet. μουνοπάλης, allein, im Zweikampfe ringend, Epigr. b. Paus. 6, 4, 7.

Greek (Liddell-Scott)

μονοπάλης: Ἰων. μουν-, ου, ὁ, ὁ μόνον ἐν πάλῃ νικῶν, οὐχὶ ἐν τοῖς ἄλλοις ἀγῶσιν, Ἐπίγρ. παρὰ Παυσ. 6. 4, 4. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «μουνοπάλαι· οἱ μόνῃ πάλῃ νικῶντες».

Greek Monolingual

μονοπάλης, ιων. τ. μουνοπάλης, ὁ (Α)
αυτός που νικά μόνο στην πάλη και όχι σε άλλα αγωνίσματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)- + -πάλης (< πάλη)].