μονοπάτιον

German (Pape)

[Seite 204] τό, Fußsteig, wo nur Einer gehen kann, erst Pand.

Greek (Liddell-Scott)

μονοπάτιον: τό, ὡς καὶ νῦν, «μονοπάτι», ἀτραπός, Ἰω. Μαλαλ., κτλ.· ἴδε Δουκάγγ.