μονοπόδαρος

Greek Monolingual

-η, -ο (Μ μονοπόδαρος, -ή, -ο[ν])
αυτός που έχει απομείνει με ένα πόδι, ο ανάπηρος κατά το ένα πόδι
νεοελλ.
(για έπιπλα) αυτός που στηρίζεται σε ένα μόνο πόδι είτε λόγω φθοράς τών άλλων είτε λόγω κατασκευής
μσν.
αυτός που στέκεται όρθιος με το ένα πόδι.