μονοτονέω

English (LSJ)

to be obstinate, Eust.1393.4.

German (Pape)

[Seite 205] halsstarrig sein, Eust. 1393, 4.

Greek (Liddell-Scott)

μονοτονέω: εἶμαι μονότονος, ἐπίμονος, ἰσχυρογνώμων, Εὐστ. 1393. 4.