ἰσχυρογνώμων
ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → love your neighbor as yourself, thou shalt love thy neighbour as thyself, love thy neighbour as thyself
English (LSJ)
ἰσχυρογνώμον, gen. ονος, stiff in opinion, Arist.EN1151b5, D.L.2.24: Sup., Ph.Fr.23H.: metaph., λογισμός Id.2.413.
German (Pape)
[Seite 1273] ονος, festes, starres Sinnes; Arist. Eth. 7, 10; D. L. 2, 24.
French (Bailly abrégé)
ων, ον ; gén. ονος;
d'esprit ou de caractère ferme.
Étymologie: ἰσχυρός, γνώμη.
Russian (Dvoretsky)
ἰσχῡρογνώμων: 2, gen. ονος упорствующий в своем мнении, непреклонный, непоколебимый Arst., Diog. L.
Greek (Liddell-Scott)
ἰσχῡρογνώμων: -ον, ονος, ἐπιμένων ἐν τῇ γνώμῃ του, ἄκαμπτος, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 7. 9, 2, Διογ. Λ. 2.24· - ἐντεῦθεν ἰσχῡρογνωμονέω, εἶμαι ἰσχυρογνώμων, ἄκαμπτος τὴν γνώμην, Εὐστ. Πονημάτ. 252. 51· καὶ ἰσχῡρογνωμοσύνη, ἡ, ἐπιμονή, Ἰώσηπος κατὰ Ἀπίωνος 1. 22.
Greek Monolingual
-ον, αρσ. και ισχυρογνώμονας (ΑΜ ἰσχυρογνώμων, -ον)
αυτός που επιμένει στη γνώμη του, ακόμη κι όταν είναι εσφαλμένη ή παράλογη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσχυρός + -γνώμων (< γνώμων < γιγνώσκω), πρβλ. ετερογνώμων, σκληρογνώμων.