μοντάρω

Greek Monolingual

(I)
1. τεχνολ. συναρμολογώ τα τμήματα μιας μηχανής
2. (γραφ. τέχν.-κινην.-φωτογρ.) κάνω μοντάζ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. montare (βλ. λ. μοντάζ)].
(II)
βλ. μουντάρω.