μονόγραμμα
Greek Monolingual
το
αρχικά, γραφικό σύμβολο από ένα μόνο γράμμα, αργότερα σχεδίασμα ή σήμα που αποτελούνταν από δύο ή περισσότερα περιπεπλεγμένα γράμματα και το οποίο συμβόλιζε ένα όνομα ή ονοματεπώνυμο και χρησιμοποιούνταν σε επιστολόχαρτα, σφραγίδες κ.α.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)- + γράμμα. Η λ. μαρτυρείται από το 1863 στον Δ. Α. Κουμουνδουράκη].