σήμα
ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε, καὶ οὕτως ἀναπληρώσετε τὸν νόμον τοῦ Χριστοῦ → bear each other's burdens, and in that way fulfill the anointed King's Law (Galatians 6:2)
Greek Monolingual
το / σῆμα, ΝΜΑ, και δωρ. τ. σᾱμα, και κυπριακός τ. σᾱμαν, Α
1. σημείο, σημάδι με το οποίο μπορεί κανείς να αναγνωρίσει κάτι (α. «είχε κρυφό σήμα» β. «ἥβης σήματα γεινομένης», Σόλ.
γ. «νέφος σῆμα χειμῶνος», Αρχίλ.)
2. στήλη ή αγγείο ή σωρός λίθων που τοποθετούσαν στην αρχαιότητα πάνω στον τάφο για αναγνώρισή του (α. «τοῦ δὲ τάφον καὶ σῆμ' ἀϊδὲς ποίησεν Ἄναυρος», Ησίοδ
β. «ἀθάνατοι δέ τε σῆμα πολυσκάρθμοιο Μυρίνης», Ομ. Ιλ.)
(νεοελλ. λ.)
1. διακριτικό που φέρουν τα μέλη σωματείου ή οργάνωσης, έμβλημα, κονκάρδα
2. στρ. παράσταση χαρακτηριστική στη στολή τών αξιωματικών που δείχνει το όπλο ή το σώμα στο οποίο ανήκουν
3. εθνόσημο
4. (εμπ. δίκ.) ειδική παράσταση, γράμμα ή σύμπλεγμα γραμμάτων που χρησιμεύει ως σύμβολο εργοστασίου ή βιομηχανικής εταιρείας και ως διακριτικό τών προϊόντων τους, σε αντιδιαστολή από τα όμοια προϊόντα άλλων παραγωγών, καθώς και ο τίτλος εφημερίδας ή περιοδικού (α. «εμπορικό σήμα» β. «βιομηχανικό σήμα» γ. «σήμα κατατεθέν» — σήμα καταχωρισμένο και επίσημα αναγνωρισμένο από αρμόδια δημόσια αρχή)
5. (ναυτ. δίκ.) διεθνές διακριτικό γνώρισμα της ταυτότητας κάθε πλοίου καθαρής χωρητικότητας άνω τών 30 κόρων
6. βιολ. κάθε στοιχείο συμπεριφοράς που μεταβιβάζει μία πληροφορία από ένα άτομο σε άλλο
7. (φυσ.-τεχνολ.) φυσικό φαινόμενο, ή μέγεθος που χαρακτηρίζει τέτοιο φαινόμενο, οι μεταβολές του οποίου, συναρτήσει του χρόνου, ή μια ορισμένη τιμή επιλεγμένη μεταξύ άλλων δυνατών τιμών, αντιπροσωπεύουν πληροφορίες
8. (πληροφ.) η μεταβολή φυσικού μεγέθους οποιασδήποτε φύσης, χάρη στην οποία ένα συστατικό στοιχείο μιας εγκατάστασης επηρεάζει ένα άλλο
9. σημείο που γίνεται ή δίνεται από απόσταση με ηλεκτρομαγνητικά κύματα, με ήχους, με φώτα ή με σημαίες για τη μεταβίβαση μηνύματος ή διαταγής (α. «σήμα κινδύνου» β. «σήμα υποχώρησης» γ. «σήμα συναγερμού»)
10. (κατ
επέκτ.) το ίδιο το μεταβιβαζόμενο μήνυμα ή η μεταβιβαζόμενη διαταγή («λάβαμε το σήμα του Γενικού Επιτελείου για μερική κινητοποίηση τών ενόπλων δυνάμεων»)
11. καθεμιά από τις ποικιλόσχημες και ποικιλόχρωμες μικρές σημαίες με τις οποίες γίνονται οι συνεννοήσεις μεταξύ τών πλοίων, κν. σινιάλο
12. (σιδηροδρ.) κινητή, φορητή ή μόνιμη συσκευή, ακουστικό ή συμβατικό μήνυμα με τα οποία παρέχονται πληροφορίες, γίνονται υποδείξεις ή δίνονται εντολές για την κίνηση, εκμετάλλευση και ασφάλεια τών σιδηροδρομικών συρμών και οχημάτων
13. φρ. α) «σήμα δράσεως»
(πληροφ.) σήμα που διαδίδεται στη λειτουργική άλυσο ενός σερβομηχανισμού
β) «σήμα εισόδου»
(πληροφ.) σήμα το οποίο, όταν λαμβάνεται από ένα στοιχείο, προσδιορίζει τις συνθήκες εκπομπής ενός ή περισσότερων σημάτων εξόδου
γ) «σήμα εξόδου»
(πληροφ.) σήμα εκπεμπόμενο από ένα στοιχείο υπό την επίδραση ενός ή περισσότερων σημάτων εισόδου
δ) «σήμα αντιδράσεως»
(πληροφ.) σήμα διαβιβαζόμενο από τη λειτουργική άλυσο ενός σερβομηχανισμού
ε) «σήματα τροχαίας» και «οδικά σήματα» — παραστάσεις ή άλλες ενδείξεις σε ειδικές πινακίδες, τοποθετημένες στους δρόμους τών πόλεων, τών άλλων οικισμών και του εθνικού οδικού δικτύου, με τις οποίες ρυθμίζεται η οδική κυκλοφορία ή εφιστάται η προσοχή τών οδηγών οχημάτων και τών πεζών ή δίνονται σε αυτούς χρήσιμες πληροφορίες
στ) «σήματα μορς» ή «μορσικά σήματα»
τηλεπ. σήματα που μεταδίδονται με το συμβατικό αλφάβητο μορς
ζ) «σήμα SOS»
ναυτ. σήμα κινδύνου που εκπέμπει ένα πλοίο ή ένα αεροσκάφος για να ζητήσει βοήθεια
η) «ακολουθία σήματος»
βιολ. υδρόφοβη αμινο-τελική ακολουθία από 15 περίπου αμινοξέα που βρίσκεται στις νεοσυντεθειμένες μορφές πολλών μεμβρανικών και εκκριτικών πρωτεϊνών, αλλ. πεπτίδιο σήματος
θ) «σωματίδιο αναγνώρισης σήματος»
βιολ. νουκλεοπρωτεϊνικό σωματίδιο που περιέχει έξι διαφορετικές πρωτεΐνες και ένα μικρομοριακό RNΑ και το οποίο συνδέεται με την περιοχή της ακολουθίας σήματος
αρχ.
1. σημείο, χάραγμα για να δηλωθεί η ταυτότητα κάποιου ή να επιβεβαιωθεί η αποστολή του («... μιν ἐρέεινε καὶ ᾔτεε σήματα ἰδέσθαι», Ομ. Ιλ.)
2. σημείο ή κόσμημα για την αναγνώριση πολεμιστή («ἔχει δ' ὑπέρφρον σῆμ' ἐπ' ἀσπίδος τόδε», Αισχύλ.)
3. η αποτύπωση της σφραγίδας
4. συμβολικό σημείο που σχημάτιζαν οι αναλφάβητοι
5. σημείο που έδειχνε την απόσταση βολής ακοντίου, σφαίρας ή δίσκου
6. όριο, σύνορο
7. σημάδι από τον ουρανό, προγνωστικό, οιωνός (α. «θεοῦ σήμασι πιθέσθαι», Πίνδ.
β. «κτύπε Ζεύς, σῆμα τιθεὶς Τρώεσσι», Ομ. Ιλ.)
8. (γενικά) σημείο αρχής ή λήξης ενός έργου
9. (ειδικά) σύνθημα έναρξης της μάχης
10. τάφος (α. «τὸ μὲν σῶμα ἐστιν ἡμῖν σῆμα», Πλάτ.
β. «ἔστι αὐτόθι Ἀλυάττεω τοῦ Κροίσου πατρὸς σῆμα», Ηρόδ.)
11. αστερισμός («σῆμα κυνός», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Πρόκειται για αρχαϊκό τ. με κατάλ. -μα (πρβλ. αἷμα, σῶμα). Κατά την επικρατέστερη άποψη, η λ. συνδέεται με το αρχ. ινδ. dhyā-man «σκέψη» (< ρ. dhyāmati «σκέφτομαι»), αν και η σύνδεση αυτή προσκρούει σε σημασιολογικές δυσχέρειες. Κατ' άλλους, η λ. αντιστοιχεί στο βορειοαρμ. śśāma «σημείο, σημάδι». Η λ. σῆμα με τη γενική σημ. «σημείο, σύμβολο, όριο, σημάδι» χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει επιμέρους σύμβολα: «σύνθημα, έμβλημα, μνήμα, σφραγίδα, κόσμημα, οιωνός, σημαία»].