μονόκλωνος
English (LSJ)
μονόκλωνον, with a single stem, Dsc. 4.5, dub. l. in Thphr. HP 9.18.8, cf. PMag.Par.1.808:—also μονόκλων, ib. 2689.
German (Pape)
Greek (Liddell-Scott)
μονόκλωνος: -ον, ὁ ἔχων μόνον ἕνα κλῶνα, Διοσκ. 3. 127, πιθ. γραφ. ἐν Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 18, 18.
Spanish
Greek Monolingual
-η, -ο (ΑΜ μονόκλωνος, -ον)
(για φυτά) αυτός που έχει έναν μόνο κλώνο
νεοελλ.
1. (για νήματα) αυτός που αποτελείται από μία μόνο κλωστή
2. βιολ. αυτός που ανήκει στον ίδιο κυτταρικό κλώνο
3. φρ. «μονόκλωνη ανοσοσφαιρίνη» — ανοσοσφαιρίνη η οποία εμφανίζεται σε ένα ομοιογενές έπαρμα κατά την ηλεκτροφόρηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)- + κλῶνος].
Léxico de magia
-ον graf. tb. μονόκλων de un solo tallo σκευὴ μέλανος ... ἀρτεμισία μ., κατανάγκη preparación de la tinta: artemisa de un solo tallo, arveja P IV 3200 ἔστιν δὲ καὶ τοῦ μελανίου ἡ σκευή· ... στροβίλια ἄβροχα ζʹ, ἀρτεμισίας μονοκλώνου καρδίας ζʹ esta es la preparación de la tinta: siete piñones secos, siete médulas de artemisa de un solo tallo P I 245 προσβάλλεις δὲ τῷ ζμυρνομέλανι ἀρτεμισίας μονοκλώνου le añades a la tinta de mirra artemisa de un solo tallo P IV 2237 ἐπίθυμα ἀναγκαστικόν· ... ἔστι δὲ ... ἀρτεμισία μονόκλων, ᾐρμένη ἀνατολῇ, κυνὸς οὐσία ofrenda coactiva: consiste en artemisa de un solo tallo, cogida al amanecer, entidad de un perro P IV 2688 ἔχων ἐν τῇ δεξιᾷ ἀρτεμισίαν μονόκλωνον, ... δίωκε τοὺς λόγους con artemisa de un solo tallo en la mano recita las fórmulas P III 703