Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
μονόσωμος
Greek Monolingual
μονόσωμος, -ον (Α) αυτός που προορίζεται για ένα μόνο σώμα («κοιμητήριον μονόσωμον», επιγρ.). [ΕΤΥΜΟΛ.<μον(ο)- + -σωμος (< το θ. της ονομ. της λ. σώμα -ατος), πρβλ. μεγαλό-σωμος].