μορφάω

German (Pape)

[Seite 208] abbilden, darstellen, ἁ δ' εἰκὼν μορφᾷ καὶ μεγαλοφροσύναν, Nossis 8 (VI, 354).

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
figurer, représenter.
Étymologie: μορφή.

Russian (Dvoretsky)

μορφάω: изображать, представлять Anth.

Greek (Liddell-Scott)

μορφάω: ἀπεικονίζω, παριστάνω, ἡ δ’ εἰκὼν μορφᾷ καὶ μεγαλοφροσύναν Ἀνθ. Π. 6. 354.

Greek Monotonic

μορφάω: (μορφή), διαμορφώνω, διαπλάθω, σχηματίζω, σε Ανθ.

Middle Liddell

μορφάω, [μορφη]
to shape, fashion, mould, Anth.