μορφωτικός

English (LSJ)

μορφωτική, μορφωτικόν, giving shape, formative, δύναμις Gal.4.642, cf. Dexipp. in Cat.48.5, etc.; ἡ φαντασία νόησις μ. Procl. in R.1.235, cf. 74, 121 K.; εἰκόνες μ. Id.in Prm.p.780 S. Adv. μορφωτικῶς Id. in R.1.40 K.; [ἡ φαντασία] μ. [θεοῦ] μετέχει Anon.Incred.21.

German (Pape)

[Seite 209] zum Gestalten, Bilden gehörig, geschickt, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

μορφωτικός: -ή, -όν, κατάλληλος πρὸς μόρφωσιν Εὐστ. Πονημάτ. 217. 43.

Greek Monolingual

-ή,-ό (ΑΜ μορφωτικός, -ή, -όν) μορφώνω
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μόρφωση ή αυτός που είναι ικανός ή επιτήδειος στο να μορφώνει
2. φρ. «μορφωτικά ιδεώδη»
(παιδαγ.) πρότυπα από τα οποία ο παιδαγωγός εμπνέεται και τα οποία προσπαθεί να πραγματώσει κατά τη διαδικασία της αγωγής του νέου ανθρώπου.
επίρρ...
μορφωτικώς και -ά (ΑΜ μορφωτικῶς)
με μορφωτικό τρόπο.