τὸ ἑξῆς, καὶ ἀνελλιπῶς, Id.
μοσχίνδα (Α) επίρρ. (κατά τον Ησύχ.) «τὸ ἑξῆς καὶ ἀνελλιπῶς».[ΕΤΥΜΟΛ. < μόσχος (Ι) + επιρρμ. κατάλ. -ίνδα (πρβλ. ξιφίνδα, ταυρίνδα)].