Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
μουδάρισμα
Greek Monolingual
το ναυτ.περιορισμός της επιφάνειας του πανιού ιστιοφόρου πλοίου, κατά τον οποίο τα σχοινιά μιας μούδας δένονται στη μάτσα του πανιού. [ΕΤΥΜΟΛ.<μουδάρω, κατά τα ουδ. σε -ισμα (πρβλ.καθαρίζω: καθάρισμα].