μουρήνα

Greek Monolingual

μουρήνα, ἡ (Μ)
βλ. μουρούνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. murina ή, κατ' άλλους, από βεν. moruna. Η λ. έχει συσχετιστεί επίσης με τη λ. μύραινα.