μουσίσδω

English (LSJ)

Dor. for μουσίζω (sing or play).

German (Pape)

dor. = μουσίζω, Theocr. 8.38.

Russian (Dvoretsky)

μουσίσδω: дор. = μουσίζω.

Greek (Liddell-Scott)

μουσίσδω: Δωρ. ἀντὶ μουσίζω.

Greek Monolingual

μουσίσδω (Α)
(δωρ. τ.) βλ. μουσίζω.

Greek Monotonic

μουσίσδω: Δωρ. αντί μουσίζω.