Dor. for μουσίζω (sing or play).
dor. = μουσίζω, Theocr. 8.38.
μουσίσδω: дор. = μουσίζω.
μουσίσδω: Δωρ. ἀντὶ μουσίζω.
μουσίσδω (Α)(δωρ. τ.) βλ. μουσίζω.
μουσίσδω: Δωρ. αντί μουσίζω.