μουσελίνα

Greek Monolingual

και μουσουλίνα, η
(υφαντ.) λεπτό και με αραιή ύφανση ύφασμα κατασκευασμένο από λεπτά νήματα μαλλιού, βαμβακιού ή μεταξιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. mousseline < Μοσούλη, ονομ. πόλης της Μεσοποταμίας, όπου κατασκευάστηκε για πρώτη φορά].