μουσοδόνημα

English (LSJ)

-ατος, τό, (δονέω) poetic frenzy, Eup.245 (pl.).

German (Pape)

[Seite 211] τό, die Windungen des Gesanges, Eupolis bei Prisc. XVIII p. 214 Kr.

Greek (Liddell-Scott)

μουσοδόνημα: τό, (δονέω) ᾆσμα μουσολήπτου ὑπὸ τῶν Μουσῶν ἐμπνευσθέν, Εὔπολις ἐν «Προσπαλτίοις» 4.

Greek Monolingual

μουσοδόνημα, τὸ (Α)
άσμα ατόμου που εμπνεύστηκε από τις Μούσες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μοῦσα + δόνημα(< δονῶ)].