το (Μ μουσούδι[ν])1. ρύγχος ζώου2. (σκωπτικά) πρόσωπο, μούτρο.[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. muso + υποκορ. κατάλ. -ούδι(ν) (πρβλ. μουσίτσα)].