μουστάκιον

English (LSJ)

τό, Dim. of *μούσταξ (μύσταξ), An.Ox.3.76.
II in plural, = Lat. mustacea, a sort of cake, Chrysipp. Tyan. ap. Ath.14.647d.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
sorte de gâteau à la farine et au vin nouveau.
Étym. lat. mustaceum, μοῦστος.

Greek (Liddell-Scott)

μουστάκιον: τό, ὑποκορ. τοῦ μούσταξ, (= μύσταξ), Κραμ. Ἀν. Ὀξ. 3. 76. ΙΙ. ἐν τῷ πληθ., Λατ. mustacea, εἶδος πλακοῦντος, Χρύσιππ. Τυαν. παρ’ Ἀθην. 647D· mustacei, παρὰ Κάτωνι R. R. 121.

Greek Monolingual

μουστάκιον, τὸ (Μ)
είδος γλυκού από αλεύρι και μούστο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. mustacea, ουδ. πληθ. του mustaceum < λατ. mustum «μούστος»].