μούσταξ

From LSJ

ἑὰν δὲ προσποιούμενος ᾗ τὰ μαθήματά πως ἀπείρως προβάλλων, οὐκ ἔστιν αἰτίας ἔξω → But should one profess knowledge as he puts forward something in an inexperienced way, he is not without blame (Pappus 3.1.30.31f.)

Source

Greek Monolingual

μούσταξ, -ακος, ὁ (Μ)
μύσταξ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μύσταξ (βλ. και λ. μουστάκι)].