μουσόθετος

Greek Monolingual

μουσόθετος, -ον (Α)
αυτός που κατασκευάστηκε με μουσική.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μοῦσα + -θετος (< τί-θη-μι) πρβλ. αστρόθετος, οικόθετος].