μουσόπνους

English (LSJ)

πνουν, contr. for μουσόπνοος.

Greek Monolingual

μουσόπνους, -ουν και -οος, -οον (Α)
(για τον Ησίοδο) αυτός που αναδίδει μουσικότητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μοῦσα + -πνους (< -πνοος < πνοή < πνέω), πρβλ. θεόπνους, κρυφόπνους].