μπάμπουρας
Greek Monolingual
και μπούμπουρας και μπάμπουλας, ο, και μπάμπουλα, η (Μ μπάμπουλας και μπούμπουλας, ὁ)
σκαθάρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για ηχομιμητική λ. (πρβλ. αρχ. βομβυλιός και τα μπάμπακας / μπάκακας)].
και μπούμπουρας και μπάμπουλας, ο, και μπάμπουλα, η (Μ μπάμπουλας και μπούμπουλας, ὁ)
σκαθάρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για ηχομιμητική λ. (πρβλ. αρχ. βομβυλιός και τα μπάμπακας / μπάκακας)].