μπαμπάκας

Greek Monolingual

ο
1. (με θωπευτική σημ.) ο πατερούληςαύριο θά'ρθει ο μπαμπάκας μου»)
2. χρησιμοποιείται και με ειρωνική σημασία («ας είναι καλά ο μπαμπάκας του που τόν χαρτζιλικώνει κάθε τόσο»).