μπιμπερό

Greek Monolingual

το
γυάλινη ή πλαστική φιάλη με θήλαστρο η οποία χρησιμοποιείται για τον θηλασμό τών βρεφών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. biberon < λατ. bibo, bibĕre «πίνω»].