θήλαστρο

From LSJ

ἀνάγκᾳ δ' οὐδὲ θεοὶ μάχονται → but not even gods fight necessity (Simonides, fr. 37.1.29)

Source

Greek Monolingual

το
θηλάζω
μικρή συσκευή με την οποία επιτυγχάνεται η τεχνητή γαλούχηση του βρέφους, μπιμπερό.