μπλάβος

Greek Monolingual

-α, -ο, θηλ. και -η
βαθυγάλαζος, βαθυκύανος, μπλε σκούρος («μπλάβα μάτια, πλάνα»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < βεν. blavo < μσν. λατ. blavus < αρχ. γερμ. blaw.