Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

μπλε

From LSJ

Ἆρ' ἐστὶ συγγενές τι λύπη καὶ βίος → Res sunt cognatae vita et anxietudines → Es sind ja Leid und Leben irgendwie verwandt

Menander, Monostichoi, 640

Greek Monolingual

ο, η, το
άκλ.
1. κυανός, σκούρος γαλάζιος, μπλάβος
2. (το ουδ.) το μπλε
το κυανό, το βαθυγάλαζο χρώμα
3. φρ. «τον έκανε μπλε στο ξύλο» ή «τον έκανε μπλε από το ξύλο» — τον έδειρε πολύ, τὸν μελάνιασε στο ξύλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. bleu < φραγκικό blao].