και μποσκάρω μπόσικος1. κάνω κάτι να γίνει μπόσικο, χαλαρώνω, ξετεντώνω, ξεσφίγγω2. χαλαρώνομαι, παύω να είμαι τεντωμένος ή στερεά συναρμοσμένος.