χαλαρώνω

From LSJ

Χρόνος δ' ἀμαυροῖ πάντα κεἰς λήθην ἄγει → Diesque celat omnia atque oblitterat → Die Zeit verdunkelt alles, gibt's dem Vergessen preis

Menander, Monostichoi, 545

Greek Monolingual

χαλαρῶ, -όω, ΝΜΑ χαλαρός
1. καθιστώ χαλαρό κάτι, ξεσφίγγω
2. μετριάζω την ένταση
νεοελλ.
1. (αμτβ.) α) γίνομαι χαλαρός («χαλάρωσε το σχοινί»)
β) γίνομαι πλαδαρός («χαλάρωσε το δέρμα μου»)
2. μτφ. α) μειώνεται η έντασή μου (α. «χαλάρωσαν οι αντιδράσεις» β. «χαλάρωσαν τα αστυνομικά μέτρα»)
β) αφήνω τα μέλη του σώματός μου σε άνετη στάση.