μπουκάλι

Greek Monolingual

το
γυάλινη φιάλη με στενό λαιμό, μποτίλια για υγρά, ιδίως για ποτά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. βεν. bocal < ιταλ. boccale < λατ. baucalis < ελλ. βαύκαλις «δοχείο»].