τογυάλινη φιάλη με στενό λαιμό, μποτίλια για υγρά, ιδίως για ποτά.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. βεν. bocal < ιταλ. boccale < λατ. baucalis < ελλ. βαύκαλις «δοχείο»].