μπουρλότο

Greek Monolingual

το
1. πυρπολικό πλοίο
2. φρ. α) «έγινα μπουρλότο» — άναψα από τον θυμό μου εξοργίστηκα
β) «βάζω μπουρλότο» — ανάβω φωτιά, κάνω εμπρησμό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βεν. burloto < ιταλ. brulotto «πυρπολικό πλοίο» < γαλλ. brulot < bruler «καίω»].