το1. πυρπολικό πλοίο2. φρ. α) «έγινα μπουρλότο» — άναψα από τον θυμό μου εξοργίστηκαβ) «βάζω μπουρλότο» — ανάβω φωτιά, κάνω εμπρησμό.[ΕΤΥΜΟΛ. < βεν. burloto < ιταλ. brulotto «πυρπολικό πλοίο» < γαλλ. brulot < bruler «καίω»].