Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
μπριζόλα
Greek Monolingual
και μπριτζόλα, η κομμάτι κρέατος από τα πλευρά βοδιού, μοσχαριού ή χοίρου, το οποίο τρώγεται ψητό ή τηγανητό. [ΕΤΥΜΟΛ.< βεν. brisola< γαλλ. bresolles «φιλέτο μοσχαριού». Κατ' άλληάποψη, η λ. προήλθε από ιταλ. braciola].