μπρικέτα

Greek Monolingual

η
1. μικρό τούβλο
2. μικρή πλίνθος από πεπιεσμένη σκόνη λιθάνθρακα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. briquette, υποκορ. του γαλλ. brique «τούβλο»].