μυαλγία

Greek Monolingual

η
ιατρ. μυϊκό άλγος, μυϊκός πόνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. myalgie (< μῦς + ἄλγος). Η λ. μαρτυρείται από το 1847 στον Ιω. Πύρλα].