μυαλός

English (LSJ)

μυᾰλόω, later spellings for μυελ-, blamed by Phryn.282.

German (Pape)

[Seite 213] μυαλόω, = μυελός, μυελόω.

Greek (Liddell-Scott)

μῡᾰλός: μῡᾰλόω, ἀντὶ μυελ-, ἀποδοκιμαζόμενον ὑπὸ τοῦ Φρυνίχ. 309, ἀλλὰ σύνηθες παρὰ μεταγεν. συγγραφ., ἴδε Δουκάγγ.

Greek Monolingual

και εμυαλός, ο (ΑΜ μυαλός, Μ και ὀμυαλός)
ο μυελός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. μυελός. Οι τ. ἐμυαλός και ὀμυαλός είναι ιδιωματικοί].