μυαλός
English (LSJ)
μυᾰλόω, later spellings for μυελ-, blamed by Phryn.282.
German (Pape)
Greek (Liddell-Scott)
μῡᾰλός: μῡᾰλόω, ἀντὶ μυελ-, ἀποδοκιμαζόμενον ὑπὸ τοῦ Φρυνίχ. 309, ἀλλὰ σύνηθες παρὰ μεταγεν. συγγραφ., ἴδε Δουκάγγ.
Greek Monolingual
και εμυαλός, ο (ΑΜ μυαλός, Μ και ὀμυαλός)
ο μυελός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. μυελός. Οι τ. ἐμυαλός και ὀμυαλός είναι ιδιωματικοί].