μυδρίασις

English (LSJ)

-εως, Ion. μυδρίησις, ιος, ἡ, dilatation of the pupil, Cels.6.6.37, Gal.10.171, Cael.Aur.TP2.6, Aët.7.54; prob. in same sense in Aret.SD1.7.

German (Pape)

[Seite 213] ἡ, eine Krankheit an der Pupille der Augen, sp. Medic.

Greek (Liddell-Scott)

μυδρίᾱσις: Ἰων. -ίησις, εως, ἡ, ὑπερβολικὴ αὔξησις ἢ διαστολὴ τῆς κόρης τοῦ ὀφθαλμοῦ, ἀμαύρωσις τοῦ ὁρατικοῦ, Cael. Aurel., Κέλσ., Γαλην.· ἀλλὰ παρ’ Ἀρετ. π. Αἰτ. Χρον. Παθ. 1. 7, ἐλάττωσις, συστολὴ τῆς κόρης τοῦ ὀφθαλμοῦ.