μυδραλιοβόλο

Greek Monolingual

το
βαρύ πολυβόλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μυδράλιο + -βόλο (< βάλλω), πρβλ. πολυ-βόλο. Η λ. στο θηλ. γένος μαρτυρείται από το 1888 στην εφημερίδα Εστία].