μυζέω

English (LSJ)

v. μυζάω.

German (Pape)

[Seite 214] ion. = Vorigem, so las Suid. für ἀμύζειν bei Xen. An. 4, 5, 24.

Greek (Liddell-Scott)

μυζέω: Ἰων. ἀντὶ μυζάω, οὕτως ἀνέγνω ὁ Σουΐδ. παρὰ Ξενοφῶντι ἐν Ἀν. 4. 5, 27, ἀντὶ τοῦ μύζειν.

Greek Monolingual

μυζέω (Α)
ιων. τ. βλ. μυζώ.