μυθάριον

English (LSJ)

τό, Dim. of μῦθος, Str.13.1.69, Cleom.2.1, Porph.Chr.54; τὰ Αἰσώπεια μ. Plu.2.14e.

German (Pape)

[Seite 214] τό, dim. von μῦθος, kleine Fabel, des Aesop, Plut. de aud. poet. 1.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
petite fable, petit récit.
Étymologie: μῦθος.

Greek (Liddell-Scott)

μῡθάριον: τό, ὑποκορ. τοῦ μῦθος, Στράβ. 616, Πλούτ. 2. 14Ε.

Russian (Dvoretsky)

μῡθάριον: τό маленький рассказ, басня Plut.