Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
μυκητοστατικός
Greek Monolingual
και μυκοστατικός, -ή, -ό (φαρμ.) αυτός που δρα κατά τών μυκήτων και αναστέλλει τον πολλαπλασιασμό τους. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. mycostatic (<μύκης «μύκητας» +στατικός)].