μυκοτρόφος

Greek Monolingual

-ο
(για φυτό) αυτό που φέρει στις ρίζες του μύκητες οι οποίοι καλούνται μυκόρριζα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. mycotrophe (< μύκης «μύκητας» + -τρόφος < τρέφω)].