μυκτήρισμα

English (LSJ)

-ατος, τό, turning up the nose, sneering, Hsch. s.v. ἀποσκώμματα.

German (Pape)

[Seite 216] τό, Naserümpfen, Hohn, Sp.

Greek Monolingual

μυκτήρισμα, τὸ (Α) μυκτηρίζω
μυκτηρισμός.