μυκτηριστής
English (LSJ)
German (Pape)
[Seite 216] ὁ, der Naserümpscr, Spötter, Ath. V, 182 a 187 e.
Greek (Liddell-Scott)
μυκτηριστής: -οῦ, ὁ, ὁ μυκτηρίζων, ὁ περιγελῶν, Ἀθήν. 182Α, 187C.
Greek Monolingual
ο (Α μυκτηριστής και μυκτηριαστής) μυκτηρίζω
αυτός που εμπαίζει, χλευάζει, περιγελά κάποιον.