Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
μυκόρριζο
Greek Monolingual
και μυκορρίζιο, το βοτ. το αποτέλεσμα του συμβιοτικού συνεταιρισμού του μυκηλίου ενός μύκητα και μιας ρίζας (α. «ενδοτρόφο μυκόρριζο» β. «εκτοτρόφο μυκόρριζο»). [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. mycorrhiza (<μύκης «μύκητας» +ρίζα)].